Διαφορετικές ιστορίες της Χαλιμάς

Πριν λίγους μήνες με έβγαλε ο δρόμος μου στη Θράκη για μια έρευνα και μία από τις πόλεις που επισκέφτηκα ήταν το Διδυμότειχο. Πανέμορφη πόλη αλλά με εμφανή τα σημάδια της εγκατάλειψης.

Άρθρο της Τατιάνας Παπαναστασίου

Protagon.gr

Στις “Χίλιες και μία νύχτες”, αλλά και σε όλα τα ανατολίτικα παραμύθια, θρύλους και ιστορίες, ο κεντρικός ήρωας πάντα επιβιώνει μετά από πολλές δυσκολίες ή πεθαίνει με έναν τόσο μεγαλοπρεπή θάνατο που μένει για πάντα στις μνήμες των ανθρώπων. Έτσι ήταν πάντα η Ανατολή, γεμάτη θρύλους για άτομα που ο βίος τους ήταν τόσο εντυπωσιακός που άξιζε να περνάει από στόμα σε στόμα για πολλές γενιές.

Οι σύγχρονες ανατολίτικες ιστορίες όμως είναι πολύ διαφορετικές. Όχι γιατί ο ήρωας δεν περνάει πολλές δυσκολίες, αλλά γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται, κανείς δεν θέλει να τον θυμάται, πέρα από την άμεση οικογένεια του. Πριν λίγους μήνες με έβγαλε ο δρόμος μου στη Θράκη για μια έρευνα και μία από τις πόλεις που επισκέφτηκα ήταν το Διδυμότειχο. Πανέμορφη πόλη αλλά με εμφανή τα σημάδια της εγκατάλειψης. Εκεί συνάντησα το μουφτή της περιοχής ο οποίος μου διηγήθηκε πολλές από τις σύγχρονες ιστορίες που κανένας δεν μαθαίνει. Το Διδυμότειχο είναι μόλις δύο χιλιόμετρα από τα σύνορα, πολύ κοντά σε ένα σημείο από το οποίο αποπειρώνται να περάσουν μετανάστες και πρόσφυγες στην Ελλάδα. Το φυσικό σύνορο με την Τουρκία είναι ο ποταμός Έβρος, τα νερά του οποίου είναι ορμητικά. Οι άνθρωποι συχνά πνίγονται στην προσπάθειά τους να περάσουν ή αφού καταφέρνουν να περάσουν το ποτάμι κάθονται κάτω από κάποια γέφυρα για να κοιμηθούν μέχρι το πρωί και παγώνουν από το κρύο.

Ο μουφτής έχει αναλάβει ένα πολύ δύσκολο έργο, λειτούργημα θα το έλεγα. Θάβει τους περισσότερους από τους ανθρώπους που βρίσκονται πεθαμένοι, καθώς οι πιο πολλοί είναι Μουσουλμάνοι, και θεωρεί καθήκον του ότι πρέπει αφ’ ενός να θαφτούν, και αφ’ ετέρου αυτό να γίνει με τον τρόπο που επιτάσσει η Ισλαμική παράδοση. Η Ισλαμική παράδοση λέει ότι το σώμα του νεκρού πρέπει να πλυθεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο, να ντυθεί με λευκά σάβανα και να θαφτεί αφού διαβαστεί μια νεκρώσιμος ακολουθία. Συνήθως οι συγγενείς του νεκρού είναι εκείνοι που πλένουν το σώμα του. Όταν όμως δεν υπάρχουν συγγενείς, το ρόλο αυτό αναλαμβάνει ο ιμάμης ή ο μουφτής που κάνει και την ταφή. Το έργο αυτό δεν είναι εύκολο. Όπως μου είπε ο μουφτής, πολύ συχνά δεν βρίσκουν τους νεκρούς αμέσως αλλά μετά από ένα μήνα. Συχνά τους ξεβράζει το ποτάμι. Είναι σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης και τους έχουν φάει τα μάτια τα άγρια πουλιά. Παρ’ όλα αυτά, ο μουφτής προσπαθεί να ακολουθήσει τη διαδικασία ταφής που ορίζει το Ισλάμ, όσο μπορεί, γιατί πιστεύεί ότι αυτό είναι το καθήκον του πρωτίστως ως άνθρωπος, και ως ιερέας.

Διάβαζα πριν μέρες ότι συζητείται πάλι η αποπομπή της Ελλάδας από τη συνθήκη του Σένγκεν εξαιτίας της προσέλευσης λαθρομεταναστών μέσω των εδαφών της στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και ότι θα σταλούν στα σύνορά μας και άλλες δυνάμεις της Frontex. Φαίνεται πως πολλοί στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο που ζούμε αγνοούν τις συνέπειες των πράξεών τους και νομίζουν ότι μπορούν να τις αποφύγουν. Οι άνθρωποι που εγκαταλείπουν τις πατρίδες τους για ένα άγνωστο μέλλον στην Ευρώπη δεν θα το έκαναν αν είχαν καλύτερη επιλογή, αν δεν τους ανάγκαζε ο πόλεμος ή η φτώχεια να φύγουν. Για τους πολέμους και τη φτώχεια στις χώρες αυτές ευθύνονται κυρίως οι χώρες του “ανεπτυγμένου” κόσμου. Πώς λοιπόν κάνουν τώρα ότι το ζήτημα δεν τους αφορά; Σκέφτομαι πολλές φορές τις εμπειρίες που βιώνουν οι άνθρωποι αυτοί, οι “λαθρο”-μετανάστες.

Σκέφτομαι κάποιον σε ένα μικρό χωριό να δουλεύει μέρα-νύχτα και, παρ’ όλα αυτά, να καταφέρνει να εξασφαλίζει στην οικογένειά του με το ζόρι μια χούφτα ρύζι. Σκέφτομαι τα φέιγ-βολάν που ρίχνουν τα κυκλώματα διακίνησης μεταναστών όπου διαφημίζουν μια ιδανική ζωή στην Ευρώπη. Ο φτωχός άνθρωπος στην αρχή δεν επηρεάζεται, αλλά μέρα με τη μέρα το δουλεύει στο μυαλό του. “Αν πάω να δουλέψω για λίγα χρόνια θα μπορώ να βγάζω αρκετά ώστε να μη πεινάει η οικογένειά μου.” Σκέφτομαι το βλέμμα του όταν κοιτάει για τελευταία φορά τα βουνά που φαίνονται από το χωριό του. Χαιρετάει την οικογένειά του, τη μητέρα του, τα αδέρφια του και ίσως και τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Πατέρας πιθανόν δεν υπάρχει, ή έχει σκοτωθεί από τον πόλεμο ή από κάποια αρρώστια που θα μπορούσε να είχε θεραπευτεί αν υπήρχε πρόσβαση σε φάρμακα. Πηγαίνει με τους διακινητές. Δουλεύει με αυτούς για μήνες, συχνά για χρόνια ολόκληρα προκειμένου να τους ξεπληρώσει για τη μεταφορά, καθώς δεν είχε καθόλου περιουσία να πουλήσει. Δουλεύει αγόγγυστα. Πολλές φορές κακοποιείται από τους διακινητές, ίσως και σεξουαλικά. Ο εξευτελισμός που νιώθει είναι μεγάλος, αλλά ο σκοπός του μεγαλύτερος. Μετά από χρόνια, επιτέλους τον αφήνουν στα σύνορα με την Ευρώπη. Η γη της επαγγελίας περιμένει. Το μόνο που του μένει είναι να περάσει απέναντι. Μόνο που πρέπει να περάσει ένα ποτάμι και δεν ξέρει κολύμπι, δεν χρειάστηκε να μάθει ποτέ στα βουνά που έμενε. Προσπαθεί, παλεύει αλλά το νερό είναι πολύ πιο δυνατό και σύντομα υπερισχύει. Το τελευταίο πράγμα που σκέφτεται είναι το χωριό του, τα βουνά του, η οικογένειά του με την οποία έχει να επικοινωνήσει μήνες και δεν θα μάθουν ποτέ τίποτα. Το σώμα του επιπλέει για μέρες στο ποτάμι ώσπου ξεβράζεται και ανακαλύπτεται από κάποιους κατοίκους της περιοχής. Φωνάζουν το μουφτή, από το χρώμα του δέρματος υποθέτουν ότι ο άνθρωπος ήταν από χώρα με πλειοψηφία Μουσουλμάνων. Φωνάζουν και τον Μητροπολίτη καλού κακού. Αφού διαπιστώνεται ότι πράγματι ήταν Μουσουλμάνος ξεκινάει η διαδικασία ταφής. Το κατακρεουργημένο σώμα του καταλήγει στην αγκαλιά της Θρακικής γης, με το κεφάλι στραμμένο προς τη Μέκκα. Ακούγεται η φωνή του μουφτή “Αλλάχου άκμπαρ…” που ξεκινάει την νεκρώσιμη προσευχή. Κανείς δεν θα ασχοληθεί με αυτόν αφού τελειώσει η προσευχή, δεν υπάρχει τρόπος να διαπιστωθεί η ταυτότητά του ούτε να ειδοποιηθούν οι συγγενείς του. Οι περισσότεροι τον θεωρούσαν εδώ και μήνες νεκρό έτσι και αλλιώς.

Κανείς δεν θα ασχοληθεί με την ιστορία του γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται. Είναι άλλωστε τόσοι με παρόμοια ιστορία. Αλλά ακόμα και εκείνοι που καταφέρνουν να περάσουν το ποτάμι σύντομα διαπιστώνουν ότι η γη της επαγγελίας δεν είναι ακριβώς όπως τη φανταζόντουσαν, όπως τους την είχαν περιγράψει. Η εικόνα του ανθρώπου αυτού και των τόσων που του μοιάζουν με στοιχειώνει, όπως και όλες οι ιστορίες που άκουσα από το μουφτή. Μετά σκέφτομαι όλα αυτά που διαβάζω καθημερινά στα εκατοντάδες blog που τίθενται εναντίον των μεταναστών. Είναι εύκολο να κρίνουμε από την άνεση του καναπέ μας, πίσω από την ανωνυμία του υπολογιστή μας, με την ασφάλεια και τον τρόπο ζωής που μας παρέχει η χώρα μας, έστω και εν μέσω της κρίσης. Μπορεί να μην είμαστε όλοι πλούσιοι, αλλά σίγουρα έχουμε παραπάνω από μια χούφτα ρύζι για να φάμε. Δεν γνωρίζουμε τι σημαίνει πραγματική φτώχεια, πόλεμος, ούτε τι είναι να μην ξέρεις κάθε μέρα αν θα καταφέρεις να ζήσεις εσύ και η οικογένειά σου. Με την ευκολία αυτή λοιπόν κρίνουμε, καταδικάζουμε, φωνάζουμε, ξεσπάμε, και μετά κλείνουμε τον υπολογιστή και πάμε στο club με τους φίλους μας. Την ώρα που διασκεδάζουμε κανείς μας δεν σκέφτεται ποιον ξεβράζει ο ποταμός Έβρος. Ούτε μας ενδιαφέρει αν στη διπλανή χώρα γίνεται πόλεμος, αν άνθρωποι σκοτώνονται και διώκονται. Και να μάθουμε για κάποια σφαγή θα την ξεχάσουμε γρήγορα. Δεν έχουμε ήδη ξεχάσει τη σφαγή των Παλαιστινίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων Σάμπρα και Σατίλα στο Λίβανο στις 16 και 17 Σεπτέμβρη 1982 ή τη γενοκτονία στη Σεμπρένιτσα τον Ιούλιο του 1995; Δεν έχουμε ξεχάσει το Αφγανιστάν που βρίσκεται τριάντα χρόνια σε πόλεμο, πρώτα με τους Σοβιετικούς, μετά με τους Ταλιμπάν και τώρα με τους Αμερικάνους, όπως επίσης τον αντίστοιχο συνεχιζόμενο πόλεμο στο Ιράκ, ακόμη και τον εμφύλιο που διεξάγεται αυτή τη στιγμή στη Λιβύη και τις σφαγές που γίνονται στη Συρία; Κλείνουμε τον υπολογιστή μας και τα ξεχνάμε. Όχι μόνο εμείς, όλοι στην Ευρώπη. Γυρνάμε από την άλλη και κάνουμε πως δεν βλέπουμε. Όταν αυτοί οι άνθρωποι έρχονται στη χώρα μας για να αποφύγουν τις βόμβες που ρίχνουμε στη δική τους, τους δείχνουμε ότι δεν είναι ευπρόσδεκτοι με κάθε τρόπο. Και με τους “λάθρο”-μετανάστες έτσι κάνουμε, και με τους πρόσφυγες ή τους άνθρωπους που έχουν ανάγκη. Έχουμε ξεχάσει ακόμα και τη δικιά μας ξενιτιά, αυτά που έχουμε περάσει εμείς εξαιτίας των πολέμων αλλά και εξαιτίας της φτώχειας. Δεν έχουν πλέον μαγεία οι καινούριες ιστορίες της Χαλιμάς, προτιμάμε τις παλιές, αυτές που ποτέ δεν συναντούσαμε τον πρωταγωνιστή τους. Αν ποτέ συναντούσαμε τον Αλλαντίν θα διαπιστώναμε σύντομα ότι ήταν ένας “βρώμικος”, “υποανάπτυκτος”, “απολίτιστος”, “κλέφτης”, “εγκληματίας”, όπως ήταν άλλωστε όλοι στη χώρα του.

*Η Τατιάνα Παπαναστασίου είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.