Καθημερινή – Γιάννης Ελαφρός
Μεγάλη ταλαιπωρία περιμένει τους συγγενείς και φίλους μουσουλμάνων που ζουν στην Ελλάδα, σε περίπτωση θανάτου. Η ταφή τους στη χώρα μας παραμένει μια πολύ δύσκολη και σύνθετη υπόθεση, που αναμένεται να αντιμετωπιστεί θεσμικά και μακροπρόθεσμα με την προβλεπόμενη δημιουργία μουσουλμανικού τομέα στο κοιμητήριο του Σχιστού.
Σήμερα δεν υπάρχει στη μητροπολιτική περιοχή της Αττικής, ούτε σε άλλη πόλη της ηπειρωτικής Ελλάδας εκτός Θράκης, μουσουλμανικό νεκροταφείο, με αποτέλεσμα η ταφή των αποθανόντων μουσουλμάνων να μετατρέπεται σε πραγματική περιπέτεια και μάλιστα πολυδάπανη. Κι αυτό γιατί σύμφωνα με την ισλαμική θρησκεία δεν επιτρέπεται η εκταφή του νεκρού, όπως ισχύει στα δημοτικά νεκροταφεία των πόλεων μετά την παρέλευση τριετίας, ενώ οι περισσότεροι μουσουλμάνοι επιθυμούν να ταφούν σε ισλαμικό κοιμητήριο.
Πού θάβονται λοιπόν οι μουσουλμάνοι που ζουν στην Ελλάδα; Ενα μέρος, που είναι μετανάστες ή πρόσφυγες, μεταφέρεται στον γενέθλιο τόπο, επιστρέφει δηλαδή και θάβεται στην πατρίδα του με έξοδα της οικογένειάς του ή των φίλων του. «Είναι κάτι πολύ δύσκολο και με μεγάλο κόστος. Μόνο η Αίγυπτος καλύπτει τα έξοδα μεταφοράς της σορού από την Ελλάδα. Για άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα το Πακιστάν, τα έξοδα μεταφοράς μπορεί να φτάνουν και τις 4.500 ευρώ. Πολύ συχνά γίνονται έρανοι μεταξύ των φίλων και γνωστών για να γίνει η μεταφορά και η ταφή», λέει στην «Κ» ο πρόεδρος της ένωσης Μουσουλμάνων Ελλάδας κ. Ναΐμ Ελγαντούρ. Υπάρχουν, όμως, και πολλές περιπτώσεις που δεν μπορεί να γίνει μεταφορά σορού, είτε λόγω προβλημάτων της χώρας (π.χ. Συρία, Σομαλία) είτε λόγω οικονομικής αδυναμίας.
Μία άλλη διέξοδος είναι η μεταφορά της σορού στην Κομοτηνή, όπου υπάρχει ισλαμικό κοιμητήριο μεγάλης χωρητικότητας. «Η μεταφορά γίνεται από γραφείο τελετών και κοστίζει περίπου 1.100-1.300 ευρώ. Πέρα από το κόστος, υπάρχει το συναισθηματικό πρόβλημα της απόστασης, καθώς η οικογένεια που ζει στην Αθήνα ή σε άλλο μέρος δεν μπορεί να βρίσκεται δίπλα στον τάφο του δικού της ανθρώπου», σημειώνει ο κ. Ελγαντούρ. «Ούτε να πεθάνουμε δεν μπορούμε», διαμαρτύρεται, σημειώνοντας πως «οι μουσουλμάνοι στην Ελλάδα δεν είναι μόνο πρόσφυγες ή μετανάστες, αλλά πολλοί είναι Ελληνες πολίτες, είτε έχουν αποκτήσει την υπηκοότητα στο παρελθόν είτε είναι ελληνικής καταγωγής άτομα που ασπάζονται το Ισλάμ».
Υπάρχουν και μουσουλμάνοι που θάβονται στους τομείς αλλοθρήσκων που υπάρχουν στα δημοτικά κοιμητήρια της πρωτεύουσας ή άλλων μεγάλων πόλεων. Σύμφωνα με πληροφορίες, είναι εκατοντάδες τα τελευταία χρόνια. Με τη συμπλήρωση τριετίας όμως θα πρέπει να γίνει εκταφή της σορού, εκτός εάν καταβληθεί το προβλεπόμενο τέλος για την παράταση της ταφής. Πόσοι έχουν όμως αυτή τη δυνατότητα;
Το κενό που υπάρχει κατά καιρούς πάει να καλυφθεί από επιτήδειους, όπως με την περίπτωση αλλοδαπού που αγόρασε ένα χωράφι στη Βοιωτία και προσπάθησε να το μετατρέψει σε… ιδιωτικό μουσουλμανικό κοιμητήριο, αλλά εντοπίστηκε από την αστυνομία μετά την πρώτη ταφή.
Εδώ και χρόνια αναμένεται και σε αυτό το θέμα μια θεσμική λύση από την ελληνική πολιτεία. Κατόπιν αιτήματος της πολιτείας, η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε πέρυσι τον Απρίλιο, να συναινέσει στη διάθεση 20 στρεμμάτων για τον ενταφιασμό μουσουλμάνων, εντός της εκτάσεως που είχε παραχωρήσει η Εκκλησία της Ελλάδος το 1992 για τη δημιουργία διαδημοτικού κοιμητηρίου στο Σχιστό. Αρα, ο χώρος υπάρχει, γιατί δεν προχωρά το έργο; Γιατί τις εργολαβίες των έργων στο κοιμητήριο του Σχιστού είχε αναλάβει κατασκευαστική εταιρεία, η οποία πτώχευσε.
«Βρισκόμαστε πια στην τελική φάση της μακρόχρονης δικαστικής διαδικασίας για να πραγματοποιηθεί η διοικητική αποβολή της εταιρείας, έτσι ώστε να μπορεί να αναλάβει νέος εργολάβος και να ολοκληρωθούν τα έργα», λέει στην «Κ» ο κ. Γιώργος Καλαντζής, γενικός γραμματέας Θρησκευμάτων στο ΥΠΕΠΘ. Η εκτίμησή του είναι πως δεν θα υπάρξει καμία άλλη καθυστέρηση και πως αμέσως μετά την ολοκλήρωση της εκδίκασης θα προχωρήσει η διαμόρφωση του χώρου. Εξάλλου εκκρεμούν κι άλλα έργα, όπως η επέκταση και του σημερινού κοιμητηρίου και η κατασκευή χωνευτηρίου οστών. Σύμφωνα με τον κ. Καλαντζή, η δημιουργία μουσουλμανικού τομέα στο Σχιστό, σε έκταση των 20 στρεμμάτων, μπορεί να καλύψει τις ανάγκες σε βάθος χρόνου.